- μονοκλινής
- -ές1. το θηλ. ως ουσ. η μονοκλινήςγεωλ. απλή πτυχή σε στρώματα πετρωμάτων τα οποία είναι σχετικά οριζόντια2. φρ. «μονοκλινές σύστημα»(κρυσταλλ.) μία από τις κύριες κατηγορίες δομών στις οποίες μπορεί να ταξινομηθεί ένα ορισμένο κρυσταλλικό στερεό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monocline (< μον(ο)-* + -κλινής < κλίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.